ΠΑΡ’ ΟΛΙΓΟΝ ΜΥΘΟΙ

13.65

Η Αγλαϊτσα ξέπλυνε το αίμα απ’ τις χούφτες της, με μπόλικο υγρό σαπούνι στον νεροχύτη. Σκουπίστηκε κι έβαλε στο μάτι καφέ σκέτο. Τον σέρβιρε στο φλιτζανάκι του, κάθισε στην καρέκλα του κι άναψε τσιγάρο απ’ το πακέτο του. Ποτέ δεν κάπνιζε, αφού για τη μάνα και τον Δημήτρη της… «τσιγάρο μόνο οι πουτάνες άναβαν». Η μάνα από χρόνια στο μνήμα κι ο Δημήτρης της, άψυχος στο νυφικό τους κρεβάτι. Στην πρώτη άτσαλη τζούρα πνίγηκε, μα στην τρίτη παρατηρούσε ως και αυτά τα νύχια της. Αίμα βύσσινο, στοιβαγμένο στη βρόμα των από χρόνια απεριποίητων νυχιών της. Επρεπε οπωσδήποτε να ΄κλεινε ραντεβού στη Νίτσα, τη νυχού. Ήπιε την τελευταία γουλιά, αφού στριφογύρισε το φλιτζάνι με βία. Το αναποδογύρισε στη ματωμένη πετσέτα κι ακούμπησε το καφάλι στον φθαρμένο μουσαμά του τραπεζιού.
«Όχι Αγλαϊτσα μου. Μην το κάνεις ατό. Λυπήσου τα παιδιά μας, λυπήσου με…»
Η πρώτη μαχαιριά τον πέτυχε στον ώμο. Αίμα ζεστό κύλησε στη χούφτα του.
«Αγλαϊτσα σύνελθε. Σ’ αγαπώ. »